διεκβαίνω

διεκβαίνω
διεκ-βαίνω,
A go through and out of,

τὰ ὄρη Str.12.2.4

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • διεκβαίνω — (Α) [εκβαίνω] 1. διέρχομαι και στη συνέχεια εξέρχομαι 2. απαριθμώ …   Dictionary of Greek

  • αδιέκβατος — η, ο (Μ ἀδιέκβατος, ον) [διεκβαίνω] 1. αυτός που δεν έχει διέκβαση, διέξοδο, αδιέξοδος 2. αυτός από τον οποίο δεν μπορεί να ξεφύγει κανείς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”